κυρτότητα

κυρτότητα
κυρτότης
humped shoulders
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυρτότητα — η (Α κυρτότης, ητος) [κυρτός] 1. η ιδιότητα τού κυρτού, κύρτωμα, καμπούριασμα («τὴν Πλάτωνος... κυρτότητα καὶ τὴν Ἀριστοτέλους τραυλότητα», Πλούτ.) 2. (για γραμμή) καμπυλότητα («ἡ τοῡ μείζοντος κύκλου περιφέρεια καὶ κυρτότης... γίνηται ἐλάττονος… …   Dictionary of Greek

  • κυρτότητα — η η ιδιότητα του κυρτού, το φουσκωτό, η καμπυλότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κύφωση — Κυρτότητα της σπονδυλικής στήλης, με την κοιλότητα προς τα εμπρός. Στο άτομο με φυσιολογική διαμόρφωση υπάρχει μια κ. της σπονδυλικής στήλης στο θωρακικό της τμήμα και μια μικρότερη στο κατώτερό της άκρο (ιερόν οστούν). Όταν αυτή η κ. εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • κυρτότητ' — κυρτότητα , κυρτότης humped shoulders fem acc sg κυρτότητι , κυρτότης humped shoulders fem dat sg κυρτότητε , κυρτότης humped shoulders fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπονδυλική στήλη — (Ανατ.). Σχηματισμένη από 33 ή 34 οστέινα στοιχεία, τους σπονδύλους, που είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, αποτελεί τον άξονα του σκελετού μας και συγχρόνως προστατευτική θήκη του νωτιαίου μυελού και σημείο στήριξης για τα περισσότερα… …   Dictionary of Greek

  • Ωκεανία — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο νησιωτικός κόσμος που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, εκτείνεται προς Α των νησιωτικών συγκροτημάτων της ανατολικής Ασίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και προς Δ των νησιών του ανατολικού… …   Dictionary of Greek

  • αγκυλότητα — η [αγκύλος] καμπυλότητα, κυρτότητα …   Dictionary of Greek

  • αγκύλωμα — το (Α ἀγκύλωμα) (νεοελλ) 1. τρύπημα, κέντρισμα (με αγκύλι, αγκάθι, βελόνα κ.ά.) 2. αγκύλι, αγκάθι αρχ. καμπή, καμπυλότητα, κυρτότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀγκυλῶ, νεοελλ. αγκυλώνω. ΠΑΡ. αγκυλωματιά] …   Dictionary of Greek

  • αστιγματισμός — Αλλοίωση της φυσιολογικής διάθλασης των διοπτρικών μέσων του ματιού, που οφείλεται σε ανώμαλη καμπυλότητα μιας διαθλαστικής επιφάνειας του κερατοειδούς ή του φακού. Ο α. παρουσιάζεται πολύ συχνά και μεταβιβάζεται κληρονομικά. Συνήθως παρατηρείται …   Dictionary of Greek

  • γρυπότητα — η (AM γρυπότης) [γρυπός] κυρτότητα, καμπυλότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”